-
1 λύσις
λύσις, ἡ, Lösung Auflösung u. Freilassung eines Gefangenen, Il. 24, 655; Theogn. 1001; λύσεις αἰχμαλώτων, Dem. 8, 70; Befreiung, Rettung, ϑανάτου, vom Tode, Od. 9, 421, ἔριδος, Hes. Th. 637, πενϑέων, Pind. N. 10, 76, wie πημάτων, Eur. Andr. 901; οὐδ' ἔχει λύσιν τὰ πήματα, Soph. Ant. 593; χρειῶν, Abtragung, Bezahlen der Schulden, Hes. O. 406; ἡ λύσις ἀπὸ τῶν δεσμῶν, Plat. Rep. VII, 532 b; κακῶν, Phaedr. 244 e; auch Befreiung von einer Schuld durch Reinigungsopfer, λύσεις τε καὶ καϑαρμοὶ ἀδικημάτων, Rep. II, 364 e; Arist. pol. 2, 4 u. A. – Das Aufhörenmachen, Beendigen, εϑηκε δόρπου λύσιν, Pind. Ol. 11, 49; πολέμου, Pol. 38, 2, 11; λύσιν ποιεῖσϑαι, = λύειν, 15, 15, 4. – Auflösung, Trennung, λύσις καὶ χωρισμὸς ψυ χῆς ἀπὸ σώματος, Plat. phaed. 67 d, vgl. Ax. 371 a. – Προβλήματος, Lösung einer Aufgabe, Pol. 30, 17, 5; bei den Rhett. = Widerlegung. – Auch πολιτείας, Aufhebung, Sturz der Verfassung, Plat. Legg. XII, 945 c.
-
2 τελετή
τελετή, ἡ, wie τέλος, 1) Vollendung, Ende. Bes. – 2) Weihe, bes. Einweihung in die Mysterien, und diese selbst; Her. 2, 171. 4, 79; ἄγεσϑαι τὴν τελετήν, die Weihung empfangen, 4, 79; Plat. οἱ ἐν τῇ τελετῇ τῶν Κορυβάντων, Euthyd. 277 d; καϑαρμῶν καὶ τελετῶν τυχοῠσα, Phaedr. 244 e; Rep. II, 365 a sagt er λύσεις τε καὶ καϑαρμοὶ ἀδικημάτων, ἃς δὴ τελετὰς καλοῦσιν; vgl. Isocr. 4, 28, wo gesagt ist, Demeter habe den Einwohnern von Attika die τελετή verliehen, ἧς οἱ μετασχόντες περί τε τῆς τοῦ βίου τελευτῆς καὶ τοῦ σύμπαντος αἰῶνος ἡδίους τὰς ἐλπίδας ἔχουσιν. – Im plur. übh. religiöse Feiern u. Ceremonien, Feste; Pind. N. 10, 34; φυλάσσοντες μακάρων τελετάς, Ol. 3, 41; P. 9, 97; Pind. braucht auch den sing. so, Ol. 11, 51; Eur. Bacch. 22. 73 u. oft in diesem Stück; Ar. Vesp. 121 u. oft; ἅγιαι, Nubb. 304.
-
3 καθαρμός
καθαρμός, ὁ, das Reinigen, die Reinigung, bec. von Schuld u. Verbrechen, Sühnung, auch Sühnopfer u. alle zu feierlichen Entsühnungen nöthigen Gebräuche; ὅταν ἀφ' ἑστίας μύσος πᾶν ἐλάσῃ καϑαρμοῖσιν ἀτᾶν ἐλατηρίοις Aesch. Ch. 962, vgl. 1005; καϑαρμοῖς ἠλάϑη χοιροκτόνοις Eum. 273; Spt. 720; Soph. O. R. 99. 1228; ϑ οῠ νῠν καϑαρμὸν τῶνδε δαιμόνων, versöhne sie, O. C. 467; καϑαρμὸν ϑύειν Eur. I. T. 1332, vgl. Bacch. 77; καϑαρμὸν τῆς χώρης ποιεῖσϑαί τινα, Einen als Sühnopfer für ein Land schlachten, Her. 7, 197; λύσεις καὶ καϑαρμοὶ ἀδικημάτων Plat. Rep. II, 364 e; καϑαρμῶν τε καὶ τελετῶν τυχοῠσα Phaedr. 244 e; bes. hieß der unterste Grad der eleusinischen Weihen so, Phaed. 69 c. – Auch von der Reinigung der Frauen, Arist. H. A. 7, 10, vom Purgiren, Plut. san. tu. 134 d.
См. также в других словарях:
καθαρμός — Το σύνολο των πράξεων με τις οποίες επιδιώκεται η απαλλαγή του ανθρώπου (όπως επίσης των ζώων και των αντικειμένων) από ακάθαρτα στοιχεία και πνεύματα ή από την ενοχή και την αμαρτία· η κάθαρση. Η λέξη αναφέρθηκε για πρώτη φορά ως τίτλος επικού… … Dictionary of Greek
λύση — (Βιολ.). Η διάλυση, η ρήξη ή η καταστροφή των κυττάρων, των μικροοργανισμών ή των πολυκύτταρων οργανισμών γενικότερα, λόγω της επίδρασης διαφόρων φυσικών, χημικών ή βιολογικών παραγόντων. Η λ. των κυττάρων μερικές φορές παρουσιάζεται ως αυτόλυση … Dictionary of Greek